λαιμοπέδη

λαιμοπέδη
λαιμοπέδη, δωρ. τ. λαιμοπέδα, ἡ (Α)
1. το λουρί που μπαίνει γύρω από τον λαιμό σκύλου, ο κλοιός
2. βρόχος, παγίδα για σύλληψη πτηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + πέδη / πέδα (δωρ. τ.) «δεσμός», πρβλ. τροχο-πέδη, χειρο-πέδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαιμοπέδη — dog collar fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμοπέδην — λαιμοπέδη dog collar fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμοπέδας — λαιμοπέδᾱς , λαιμοπέδη dog collar fem acc pl λαιμοπέδᾱς , λαιμοπέδη dog collar fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek

  • λαιμοπέδαν — λαιμοπέδᾱν , λαιμοπέδη dog collar fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”