- λαιμοπέδη
- λαιμοπέδη, δωρ. τ. λαιμοπέδα, ἡ (Α)1. το λουρί που μπαίνει γύρω από τον λαιμό σκύλου, ο κλοιός2. βρόχος, παγίδα για σύλληψη πτηνών.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + πέδη / πέδα (δωρ. τ.) «δεσμός», πρβλ. τροχο-πέδη, χειρο-πέδη].
Dictionary of Greek. 2013.